ασώματος

ασώματος
ασώματος ο
бестелесный (об ангеле)

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ασώματος" в других словарях:

  • ἀσώματος — disembodied masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασώματος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 199 κάτ.), στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο Κουρταλιώτικο φαράγγι μεταξύ των βουνών Κουρούπα και Σιδέρωτα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φοίνικα. 2.… …   Dictionary of Greek

  • ασώματος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σώμα, αυτός που κόπηκε από το σώμα: Παρουσίαζε ένα τάχα ασώματο κεφάλι που μιλούσε. 2. αυτός που δεν έχει σώμα, άυλος: Οι άγγελοι είναι όντα ασώματα. 3. στον πληθ. το αρσ. ως ουσ., Ασώματοι, οι οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσωματώτερον — ἀσώματος disembodied masc acc comp sg ἀσώματος disembodied neut nom/voc/acc comp sg ἀσώματος disembodied adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσωματωτέρων — ἀσώματος disembodied fem gen comp pl ἀσώματος disembodied masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσωματώτατον — ἀσώματος disembodied masc acc superl sg ἀσώματος disembodied neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσωμάτως — ἀσώματος disembodied adverbial ἀσώματος disembodied masc/fem acc pl (doric) ἀ̱σωμάτως , ἀσωματόω demetallize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀσωματόω demetallize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσώματον — ἀσώματος disembodied masc/fem acc sg ἀσώματος disembodied neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσωματωτέροις — ἀσώματος disembodied masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσωματωτέρου — ἀσώματος disembodied masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσωματώτερος — ἀσώματος disembodied masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»